Η Χιόνη ζει στο κάστρο της Χίου
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη.
Δώστης κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινήσει.
Παραμύθι, παραμύθι ,
πούναι τόσο αληθινό,
άλλο ας μη καθυστερήσω
και αμέσως αρχινώ.
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα όμορφο νησί του Αιγαίου, που λιαζόταν στο λαμπερό φως του ήλιου , του ηλιάτορα κι είχε γύρω- τριγύρω δαντελωτά ακρογιάλια να βρέχονται απ’ το γαλάζιο κύμα της
θάλασσας , γεννήθηκε μια όμορφη κόρη.
Ο πατέρας της, ξακουστός ναύαρχος του Βυζαντίου και σπουδαίος πολεμιστής της θάλασσας, έφτιαξε για χάρη της ένα πολύ γερό κάστρο που έφτανε από την μεγάλη πλατεία του νησιού μέχρι την θάλασσα. Τα τείχη του ήταν φτιαγμένα από μεγάλες πέτρες και στις πολεμίστρες ψηλά στέκονταν κι αγνάντευαν το πέλαγος, περήφανα μεγάλα μαύρα κανόνια που πετούσαν φωτιές με βαριές σιδερένιες μπάλες.
Είχε δυο μεγάλες βαριές πόρτες που έβγαζαν προς τη θάλασσα και
μια μεγάλη πόρτα φτιαγμένη από γερό σίδερο και χοντρά ξύλα, που έκλεινε με μια βαριά και χοντρή αλυσίδα και κλειδαριά με μεγάλο κλειδί.
Για να φτάσει κάποιος σε πόρτα του κάστρου έπρεπε να περάσει μια ξύλινη γέφυρα που την κατέβαζαν οι ακοίμητοι φρουροί της κάθε πόρτας, όταν ήταν για να έρθει κάποιος και την ανέβαζαν για να εμποδίσουν τους εχθρούς που δεν έπρεπε να μπουν. Κι αυτό γιατί γύρω από το κάστρο υπήρχε μία τάφρος δηλ. κάτι σαν βαθύ ποτάμι γεμάτο νερό.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο γενναίος καπετάνιος του Βυζαντινού στόλου, ήθελε να προστατέψει την μονάκριβή του θυγατέρα από τις επιθέσεις των πειρατών και των άλλων εχθρών που ήθελαν να κατακτήσουν το ζηλευτό νησί.
Μέσα σ’ αυτό το κάστρο- καταφύγιο ήταν το Παλατάκι όπου μεγάλωνε με ασφάλεια η Χιόνη, έτσι ονόμασαν την μοναχοκόρη του σπουδαίου θαλασσοπόρου, επειδή γεννήθηκε σ΄αυτό το μικρό όμορφο νησί του Αιγαίου, που πήρε το όνομά του τα πολύ παλιά χρόνια από την Χιόνη, την κόρη του Οινοποίωνα .
Κι η Χιόνη μεγάλωνε και κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο όμορφη, σεμνή, έξυπνη , καλόκαρδη κι όλοι την αγαπούσαν….
Κι όλοι την θαύμαζαν όταν έβγαινε στην πλατεία έξω από το κάστρο για να γεμίσει τη στάμνα της με δροσερό νερό από την μαρμαρένια βρύση και να ταΐσει με ψιχουλάκια τα περιστέρια που την περίμεναν με αγωνία κάθε πρωί . Την θαύμαζαν κι όταν έβγαινε βόλτα για να συναντήσει τις φίλες της στην παραπάνω βρύση για να πούνε τα μυστικά τους και να μοιραστούνε τα όνειρά τους.
Μια μέρα λοιπόν είχε πάει με την παραμάνα της βόλτα στην πλατεία του κάστρου για ν’ αγοράσει χρωματιστές κορδέλες για τα μαύρα λαμπερά μακριά της μαλλιά και υφάσματα για τα φορέματα και τα πέπλα της, από τους πραματευτάδες που πουλούσαν εκεί ένα σωρό όμορφα πράγματα.
Εκεί λοιπόν συνάντησε έναν ιππότη, που καθόταν περήφανος και περιπολούσε πάνω στο άσπρο του άλογο κι ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει στη ζωή της.
Αλλά και το παλικάρι τάχασε καθώς αντίκρισε τα όμορφα μάτια της Χιόνης να τον κοιτάζουν. Όμως εκείνη την στιγμή, τον φώναξε ο αξιωματικός του κι έπρεπε να φύγει.
Η Χιόνη απογοητεύτηκε πολύ και γύρισε στο μικρό της παλατάκι πολύ θλιμμένη. Το ίδιο βράδυ όμως άκουσε κάποιον να τραγουδά γλυκά κάτω από το παράθυρό της. ΄Ηταν εκείνος!!! Κι όταν άνοιξε το παράθυρο της έστειλε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μ’ ένα σημείωμα.
Το σημείωμα έλεγε να συναντηθούν το επόμενο βράδυ στην άκρη του κάστρου προς την πλευρά της θάλασσας στην περιοχή που λέγεται Μπεντένια.
Εκεί λοιπόν την άλλη βραδιά, κάτω από το φως του φεγγαριού, συναντήθηκαν η Χιόνη και το παλικάρι κι αγαπήθηκαν.
Την άλλη μέρα όμως καθώς το παλικάρι είχε βγει για περιπολία με το άλογό του έξω από κάστρο, εμφανίστηκαν ξαφνικά και από το πουθενά άγριοι πειρατές. Κι οι φρουροί της μεγάλης πόρτας του κάστρου, ανέβασαν γρήγορα τη γέφυρα για να σώσουν τους κατοίκους από την μανία των πειρατών. Δυστυχώς όμως αυτοί λύσσαξαν από το κακό τους, πήραν όμηρο μαζί τους στο καράβι τον όμορφο ιππότη , κι άνοιξαν πανιά για μακριά.
Η Χιόνη όταν έμαθε τ’ άσχημα νέα ήταν απαρηγόρητη κι έκλαιγε συνεχώς. Κι όταν τα δάκρυά της έπεφταν στη γη φύτρωνε ένα χαμηλό δεντράκι που λέγεται σχοίνος που κι αυτό με τη σειρά του έκλαιγε μαζί της με δάκρυα που είχαν άρωμα μαστίχας ( το δεντράκι αυτό ακόμα φυτρώνει σε κάποια μέρη της Χίου και κλαίει παράγοντας το γνωστό μας μαστίχι). Πήγαινε λοιπόν κάθε μέρα στα μπεντένια κι αγνάντευε με λαχτάρα το πέλαγος , μήπως φανεί το πειρατικό καράβι που πήρε τον καλό της, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν κοιμόταν, μέχρι που αρρώστησε.
Τότε ο πατέρας της, πήρε το πιο μεγάλο καράβι του στόλου, τη ναυαρχίδα και βγήκε για να ψάξει να τον βρει.
Ο καιρός περνούσε όμως κι ο πατέρας της Χιόνης, αν και νίκησε πολλούς πειρατές, δεν συνάντησε πουθενά το παλικάρι. Κι η Χιόνη κάθε μέρα χειροτέρευε και πονούσε όλο και πιο πολύ. Τότε μια καλή νεράιδα που την λυπήθηκε, την μετέτρεψε σε αερικό ( αεράκι δηλαδή), ώστε να υπάρχει για πάντα και στην περίπτωση που θα επέστρεφε ο αγαπημένος της, τα μάγια θα λυνόταν αμέσως και θα γινόταν ξανά η Χιόνη, νέα κι όμορφη όσο ποτέ.
΄Ετσι λοιπόν η Χιόνη περιπλανιόταν μέσα στα στενά σοκάκια του κάστρου, ζούσε την ιστορία του τόπου μαζί με τους ανθρώπους γύρω της και τα χρόνια περνούσαν…Κι όταν η Χιόνη έβλεπε καράβι νάρχεται στον ορίζοντα, μαλάκωνε, γαλήνευε η ψυχή της κι από τη χαρά της φυσούσε απαλά, αλλά όταν το καράβι προσπερνούσε κι έφευγε, αγρίευε, φυσούσε δυνατά, ξήλωνε πορτοπαράθυρα και κεραμίδια από τις σκεπές των σπιτιών και ξεσήκωνε στη θάλασσα βουνά τα κύματα.
Και μετά τους Βυζαντινούς, εγκαταστάθηκαν στο νησί οι Βενετοί που περιποιήθηκαν κι επέκτειναν τα πεσμένα (από τις μάχες και τα χρόνια) τείχη. Κι έφτιαξαν νέα κτίρια μέσα στο κάστρο για να εξυπηρετούν καλύτερα τις ανάγκες του στρατού τους. Κι ήρθαν μετά οι Γενοβέζοι που φρόντισαν κι αυτοί να διατηρήσουν γερό και καλά οχυρωμένο το κάστρο.
Και κάποια στιγμή βλέπει η Χιόνη τους Γενοβέζους να υπογράφουν μέσα στο εκκλησάκι του Αι Νικόλα, νότια απ’ τα μπετένια, το χαρτί που παρέδιδαν το όμορφο νησί, για κακή μας τύχη στους Τούρκους.
Κι έτσι ήρθαν οι Τούρκοι!!!
Καταστροφή !
Γκρεμίσανε τις εκκλησιές μας μέσα στο κάστρο και χτίσανε τα δικά τους τζαμιά, με πιο τρανό απ’ όλα αυτό που στήσανε στην κεντρική πλατεία, απέναντι από την μαρμαρένια βρύση με το κρυστάλλινο νερό.
Κι εκεί στην αγαπημένη της γωνιά, στα μπεντένια, χτίσανε τα λουτρά τους, όπου βρίσκονταν για να κάνουν το μπάνιο τους και να μιλήσουν για τους καημούς τους και να καταστρέψουν την γαλήνη και την ησυχία της μοναξιάς της.
Κι έβαλαν τους νεκρούς τους από την ναυαρχίδα που χτύπησε το μπουρλότο του ο Κανάρης, στην πλατεία του κάστρου για να τους τιμήσουν.
Κι όταν έκλεισαν στην φυλακή του κάστρου , (που φτιάχτηκε για να κλείνει κακούς πειρατές), τους Χιώτες που συνέλαβαν η Χιόνη στεναχωρήθηκε τόσο πολύ κι έκανε τέτοια φουρτούνα που δεν μπορούσε να βγει από το λιμάνι κανένα καράβι.
Κι όταν τελικά οι Τούρκοι σκότωσαν στην πλατεία μπροστά στον κόσμο , αυτούς τους Χιώτες, , η Χιόνη έκανε τέτοιο χαλασμό που σχεδόν γκρεμίστηκαν όλα τα σπίτια στο κάστρο.
Κι αργότερα, όταν έφυγε το κακό που λέγεται ( Τούρκοι κατακτητές) που σκότωσαν πάρα πολλούς ανθρώπου κι έκαψαν ό,τι εύρισκαν μπροστά τους, ήρθαν από τα αντικρινά παράλια κάποιοι ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι άνθρωποι- Πρόσφυγες τους είπαν- και ρίζωσαν μέσα στο κάστρο.
Πήραν πέτρες από τα τείχη του κι έφτιαξαν καλυβόσπιτα για να μείνουν, να ζήσουν και να προφυλαχτούν από τη μανία της θάλασσας και τον κακό καιρό.
Κι οι Έλληνες πήραν πέτρες από το κάστρο κι έφτιαξαν ένα σπίτι-ορφανοτροφείο για να φροντίσουν τα παιδιά που δεν είχαν γονείς, γιατί οι γονείς τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο.
Και πήραν ακόμα πέτρες για να φτιάξουν σχολεία, όπου θα μάθουν γράμματα τα μικρά Ελληνόπουλα, και ιστορία, ώστε κανείς να μην μπορεί πια να τους στερήσει την ελευθερία τους.
Και τα χρόνια πέρασαν, κι η Χιόνη πλανιέται ακόμα σαν αερικό μέσα στα στενά σοκάκια του κάστρου, μπαίνει μέσα στα μικρά φτωχικά σπίτια και ζει τις χαρές, τις λύπες, τα τραγούδια, τα όνειρα των ανθρώπων….Και κάθε μέρα, πρωί-απόγευμα βρίσκεται στα μπεντένια ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, να μιλά με τους γλάρους και να περιμένει τον καλό της για να λυθούνε τα μάγια…….
Σημ. Τα παιδιά πρότειναν ένα άλλο τέλος:
Εκεί στα ξένα που πήγε το παλικάρι ήταν κι αυτό πολύ στεναχωρημένο κι όπως δεν έτρωγε και δεν έπινε, αρρώστησε βαριά. Ο βασιλιάς του τόπου όπου βρέθηκε έστειλε γιατρούς να τον γιάνουν, μα δεν γινόταν τίποτα γιατί τον πονούσε η καρδιά του μακριά από την αγαπημένη του. Τότε επειδή ο βασιλιάς τον συμπαθούσε πολύ γιατί ήταν έξυπνο και προκομμένο παλικάρι έδωσε εντολή στον μάγο του και τον μεταμόρφωσε σ’ έναν όμορφο γλάρο, που πέταξε χαρούμενος και μετά από πολλές μέρες ταξίδι, έφτασε στο κάστρο και συνάντησε την αγαπημένη του να τον περιμένει στα μπεντένια. Κι από τότε επειδή τα δικά του τα μάγια δεν μπορούσαν να λυθούν ζουν αγκαλιά ο γλάρος και το αερικό στα τείχη του κάστρου….
Κι αν ποτέ περάσετε από κει και τους δείτε , εσείς θα γνωρίζετε την ιστορία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου